- θαυματουργώ
- (ε) αμετ.1) совершать чудо; творить чудеса; 2) устраивать скандалы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαυματουργώ — θαυματουργώ, θαυματούργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θαυματουργώ — και θαματουργώ (AM θαυματουργῶ, έω) [θαυματουργός] κάνω θαύματα νεοελλ. 1. έχω άριστα αποτελέσματα, έχω εξαιρετικές επιτυχίες 2. δημιουργώ σκάνδαλα («αυτός όπου πάει θαυματουργεί») αρχ. 1. (πληθ. ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τά τεθαυματουργημένα οι … Dictionary of Greek
θαυματουργώ — θαυματούργησα 1. κάνω θαύματα, μεγαλουργώ: Πολλοί άγιοι της εκκλησίας μας θαυματούργησαν. – Το μηχάνημα αυτό θαυματουργεί. – Η επιστήμη τα τελευταία χρόνια θαυματουργεί. 2. (ειρωνικά), τα κάνω θάλασσα: Η ανοησία του πάλι θαυματούργησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαυματουργῶ — θαυμασιουργέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) θαυμασιουργέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) θαυματουργέω work wonders pres subj act 1st sg (attic epic doric) θαυματουργέω work wonders pres ind act 1st sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργῷ — θαυματουργός acrobats masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθαυματούργητος — η, ο [θαυματουργώ] αυτός που δεν θαυματούργησε ή δεν μπορεί να θαυματουργήσει, να κάνει θαύματα «άγιος αθαυματούργητος, τιμή δεν έχει» … Dictionary of Greek
θαυματούργημα — το (Α θαυματούργημα) [θαυματουργώ] 1. έργο αξιοθαύμαστο, αριστούργημα 2. θαύμα … Dictionary of Greek
παραδοξοποιώ — έω, Α [παραδοξοποιός] κάνω θαυμαστά πράγματα, θαυματουργώ … Dictionary of Greek
προθαυματουργώ — έω, ΜΑ θαυματουργώ εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
σημειοφορώ — έω, Μ [σημειοφόρος] κάνω θαύματα, θαυματουργώ … Dictionary of Greek
συνθαυματουργώ — έω, Μ [θαυματουργῶ] κάνω θαύματα και εγώ … Dictionary of Greek